- συνοχίτης
- συνοχ-ίτης [ῑ], ὁ, or [suff] συνοχ-ῖτις, ἡ, a precious stone, Plin.HN37.192.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοχίτης — ὁ, θηλ. συνοχῑτις, ίτιδος, Α πολύτιμος λίθος με τον οποίο εξόρκιζαν τα κακά πνεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek